- συννεφόκαμα
- το , συννεφόκαψη η духота, душная погода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συννεφόκαμα — το καύσωνας σε συννεφιασμένη μέρα: Αυτό το συννεφόκαμα θα φέρει βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεφόκαμα — το νεφόκαμα, καιρός ζεστός και με συννεφιά «του Γιαλινού μεσημερίς που τ ανεφόκαμα πνιχτό φουντώνει» (Γρυπάρης). [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεφος «ανέφελος» + κάμα < αρχ. καύμα < καίω (πρβλ. λιόκαμα, συννεφόκαμα κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
εκνεφίας — ἐκνεφίας, ο (Α) 1. θυελλώδης άνεμος που πίστευαν ότι προερχόταν από έκρηξη συναντώμενων νεφών 2. φρ. α) «ἐκνεφίας ὄμβρος» βροχή με ήλιο β) «ἐκνεφίας ἥλιος» συννεφόκαμα … Dictionary of Greek